DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
gunitado m
gen. διαχωριστής; φυγοκεντρική μηχανή
industr., construct., chem. Eκτόξευση; πιστόλισμα; ψέκασμα
met., el. επιδιόρθωση πυρίμαχων τοιχωμάτων; επισκευή πυριμάχων τοιχωμάτων
gunitado: 6 phrases in 2 subjects
Construction1
Metallurgy5