DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
grumo m
agric., el. θρόμβος
chem. σβωλοποίηση
earth.sc., agric. Κόκκος θρόμβος
forestr. κόμπος
industr., construct. τσίγκλιασμα; στρίψη; στρίψιμο; συστροφή
life.sc., agric. βώλος; σβώλος
grumos m
agric. λίπος του τυρογάλακτος
industr., construct. οχληρή ρητίνη
grumo
: 3 phrases in 1 subject
Industry3