DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
funda f
el. δοχείο; κάλυκας
funda v
chem. προστατευτικό κάλυμμα
coal. προστατευτική επικάλυψη
commun. κάλυμμα κασέτας
el. χιτώνιο
hobby, agric. αχύρινο περικάλυμμα φιαλών
industr., construct. θήκη
industr., construct., met. προστατευτικό κάλυμμα καπέλου
IT, el. περίβλημα
mater.sc. κάλυμμα
transp., mech.eng. καπάκι
fundido v
commun. βαθμιαία αυξομείωση της εξόδου ενός καναλιού; βαθμιαία εξασθένηση; διάλειψη; σβήσιμο
industr., construct., met. τετηγμένο αλλά μη διαυγασμένο μίγμα
met. χύτευση
fundir v
coal. καίω άνευ εκρήξεως; φλέγω άνευ εκρήξεως
commun. στοιχειοχυσία
 Spanish thesaurus
FUNDES abbr.
abbr. Fundación de Estudios Sociológicos
abbr., Guatem. Fundación para el Desarollo Económico y Social de Guatemala
FUNDE abbr.
abbr. Fundación Nacional para el Desarrollo
funda de
: 19 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Communications1
Cultural studies1
Earth sciences1
Electronics5
Industry7
Law1
Transport2