DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
función f
comp., MS εργασιακός ρόλος
IT συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία
law παραγγελία; υπηρεσία; θητεία; λειτούργημα; επαγγελματική υποχρέωση; ανάθεση; ανάθεση εντολής; δημόσιο λειτούργημα; διάρκεια της θητείας; διάρκεια του αξιώματος; εντολή; θέση
work.fl. ενδείκτης ρόλου; ρόλος
función N f
IT λειτουργία
funcionar v
commun., el. διακόπτω
el. λειτουργώ
funciones
: 641 phrases in 38 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Communications71
Construction2
Earth sciences6
Economy12
Electronics63
Energy industry1
Environment5
Finances16
Forestry2
General40
Government, administration and public services11
Health care3
Human rights activism1
Industry5
Information technology111
Insurance1
Labor law7
Law55
Life sciences1
Marketing3
Mathematics19
Mechanic engineering3
Medical10
Metallurgy1
Microsoft18
Natural sciences5
Patents1
Physical sciences2
Politics5
Research and development1
Scientific14
Social science3
Statistics116
Technology7
Transport14
Work flow3