DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
franquicia f
commer., econ. δικαιοχρησία; δικαιόχρηση; μίσθωση επιχειρηματικής οργάνωσης; παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης στη διανομή
fin. ατέλεια; εφάπαξ απαλλαγή; περιθώριο αδράνειας
fin., tax. όριο ενεργοποίησης; απαλλαγή
franquicias f
fin. απαλλαγή από δασμούς; δασμολογική ατέλεια
Franquicia f
fin. Πράξη κύριας αναχρηματοδότησης
franquiciar v
market., commer. παρέχω δικαίωμα συμμετοχής σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise
 Spanish thesaurus
franquicia f
commer., econ. franchising
franquicia a la
: 6 phrases in 5 subjects
Finances1
Health care2
Law1
Marketing1
Taxes1