![]() |
flujo | |
gen. | ροή/παροχή υγρού |
agric. | εξίδρωσις,εκροή,έκχυσις,εφίδρωσις |
environ. | ροή; παροχή υγρού; πλημμυρίδα; ανερχόμενη πλημμυρίδα |
met. | κράση με σύντηκτο; ευτηκτικό |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
energía | |
environ. | ενέργεια |
| |||
ροή/παροχή υγρού | |||
εξίδρωσις,εκροή,έκχυσις,εφίδρωσις | |||
ροή; παροχή υγρού; πλημμυρίδα; ανερχόμενη πλημμυρίδα | |||
κράση με σύντηκτο; ευτηκτικό | |||
κατευθυνόμενον ρεύμα |
flujo de energía: 3 phrases in 2 subjects |
Energy industry | 2 |
Information technology | 1 |