flip-flop T | |
el. | Τ-φλιπ φλοπ; δισταθής πολυδονητής Τ |
patrón | |
agric. | κυβερνήτης αλιευτικού; κυβερνήτης θαλαμηγού σκάφους; κυβερνήτης ιστιοφόρου; πλοίαρχος μικρού πλοίου; υποκείμενο |
industr. construct. | πατρόν |
law econ. | εργοδότης |
dependiente | |
law social.sc. | προστατευόμενα πρόσωπα |
| |||
Τ-φλιπ φλοπ; δισταθής πολυδονητής Τ | |||
δισταθές κύκλωμα |
flip-flop T: 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |