DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
filtro
 filtrado
agric. διήθηση
commun. εξομάλυνση; φίλτρο εξομάλυνσης
med. διήθημα
 filtrar
comp., MS φιλτράρισμα
 filtro
agric. industr. φίλτρο τσιγάρου
construct. ντραίνο; στραγγιστήριο
stat. φίλτρο
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| carbono
 carbono
econ. άνθρακας
| auxiliar
 auxiliar
law lab.law. αρωγός
| conectado
 Conectado
comp., MS Συνδεδεμένος
| a
 a
comp., MS μέσος
continuación
- only individual words found

noun | verb | to phrases
filtro m
construct. ντραίνο; στραγγιστήριο
filtros m
environ. φίλτρο; ηθμός
filtro v
agric., industr. φίλτρο τσιγάρου
construct. ζώνη φίλτρου; στραγγιστικός αγωγός; φίλτρο πηγαδιού
earth.sc., industr., construct. κάλυμμα οθόνης
environ. φίλτρο σκόνης
environ., mech.eng. στοιχείο φίλτρου
IT πανώ φίλτρου
stat. φίλτρο
tech., el. Φίλτρο κυμάτων; φίλτρο κυματορεύματος
transp., mech.eng. διηθητήριο διάφραγμα; σουρωτήρι; στραγγιστήρι; τρυπητό
filtrado v
agric. διήθηση
commun. εξομάλυνση; φίλτρο εξομάλυνσης
el. φιλτράρισμα
med. διήθημα
filtrar v
comp., MS φιλτράρισμα
forestr. διεισδύω
filtro frecuencias v
el. φίλτρο
filtro de carbono auxiliar conectado a
: 2 phrases in 1 subject
Technology2