fichero | |
commun. | έπιπλο δελτιοκαταλόγου |
industr. | δελτιοθήκη; ευρετήριο |
industr. construct. | κουτί ταξινόμησης; καρτελοθήκη |
IT | φάκελος; ηλεκτρονικό αρχείο; τήρηση βιβλίων με υπολογιστή; αρχειοφάκελος |
work.fl. | αρχείο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
variable | |
stat. | ανεξάρτητη μεταβλητή |
fichero de variables : 3 phrases in 1 subject |
Information technology | 3 |