DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
fallo
 falla
earth.sc. ρήγμα; ρηγμάτωση
industr. construct. met. στιλπνή περιοχή
 fallo
gen. ανεπάρκεια; βλάβη ασφαλιστικού μηχανισμού
commun. tech. Σφάλμα υλικού
el. σφάλμα
industr. construct. chem. Aνομοιόμορφο χρωμάτισμα
industr. construct. met. στιλπνή περιοχή
| en
 en
IT dat.proc. εν
| materia
 materia
environ. θέμα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| incorporación
 incorporación
environ. ενσωμάτωση
- only individual words found

noun | verb | to phrases
fallo n
commun., tech. Σφάλμα υλικού
fallo v
gen. ανεπάρκεια; βλάβη ασφαλιστικού μηχανισμού
agric. κενά θυλάκια σπόρων
commun. αποτυχία
commun., tech. βλάβη υλικού
econ. δυσλειτουργία
el. σφάλμα
industr., construct., chem. Aνομοιόμορφο χρωμάτισμα
industr., construct., met. στιλπνή περιοχή
IT ελάττωμα
law διατακτικό; απόφαση; δικαστική απόφαση; διατακτικό της απόφασης; δημοσίευση δικαστικής απόφασης
mater.sc. αστοχία
tech., mater.sc. βλάβη
transp. διακοπή
falla v
earth.sc. ρήγμα; ρηγμάτωση
earth.sc., industr., construct. Θραύση
industr., construct., met. στιλπνή περιοχή
fallar v
law δικαιοδοτώ; αναγνωρίζω δικαστικά
 Spanish thesaurus
fallo n
law La decisión final del juez en un caso. Declara cuánto tiene que pagar la persona que perdió a la persona que ganó, y cuándo. A veces se puede cambiar una parte del fallo con una audiencia
fallo en materia de
: 3 phrases in 1 subject
Law3