DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
factoring m
commer., fin., account. χρηματοδότηση με εκχώρηση τίτλων; ανάληψη απαιτήσεων τρίτων; διενέργεια πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων; σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων; "φάκτορινγκ"; πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων; πρακτόρευση
factoring
: 2 phrases in 2 subjects
Accounting1
Finances1