DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
exceso m
chem. περίσσεια
el. υπέρβαση; υπερέξαρση; υπερακόντιση; υπερχείλιση
fin. εξαίρεση; "υπέρβαση"
industr., construct., chem. περίσσεια χύτευσης
stat. κύρτωση
excesos m
fin. πλεόνασμα,ελλείμματα,υποκαταστάσεις ή άλλες παρατυπίες όπως το μη αλύμαντο των σφραγίδων
exceso de longitud prevista en una pieza para: 3 phrases in 1 subject
Metallurgy3