DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | adjective | to phrases
escrito n
gen. έργο; σύγγραμμα
law δικσγραφo; δικσγραφo πρoσφυγής
escribir v
comp., MS εγγράφω; οικογένεια; εισάγω; πληκτρολογώ
IT, tech. γράφω
law αναφέρω γραπτώς
escrito adj.
law δικσγραφo της πρoσφυγής
law, mater.sc. έγγραφο ντοκουμέντο; γραπτό τεκμήριο; συμβόλαιο; συμφωνία
escrita adj.
life.sc., fish.farm. βάτος (Raja brachyura); ξανθόβατος (Raja brachyura); ράσα (Raja brachyura); σελάχι (Raja brachyura)
 Spanish thesaurus
escrito n
law Una afirmación escrita que cada una de las partes somete al tribunal para explicar por qué el tribunal debe fallar a su favor
escrito de recurso
: 2 phrases in 2 subjects
Law1
Politics1