DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
esclusa f
gen. διακοπή παροχής; παγίδα αέρα
econ., agric., mech.eng. διάδρομος
el. προθάλαμος ελεγχόμενης ατμόσφαιρας
environ. δεξαμενή ανύψωσης σε διώρυγα
transp., nautic., construct. δεξαμενή ρύθμισης στάθμης; θυρόφραγμα; κλεισιάς
esclusas f
transp., industr., construct. δεξαμενές ανύψωσης
esclusa de cuenco para dársena de
: 1 phrase in 1 subject
Transport1