DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
envejecimiento m
agric. παλαίωση; ωρίμανση
agric., industr. βραδεία ζύμωση
coal., chem. γηρασμός; χρόνος αποθήκευσης
econ., market. αχρήστευση; αχρηστία,αχρήστευσις
el. αρχική δοκιμασία σε ακραίες συνθήκες λειτουργίας; δοκιμασία; προληπτική γήρανση
health. γήρας; γηρατειά; κατάταξη κατά ηλικία
industr., construct. ωρίμαση
med. Γήρανση
met. γήρανση
transp. ελάττωση λειτουργίας
envejecimiento por
: 17 phrases in 5 subjects
Communications1
Industry4
Metallurgy10
Technology1
Transport1