DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
encogimiento m
chem. συρρίκνωση; μάζεμα
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
industr., construct. συστολή υφάσματος; συστολή; βράχυνση του στημονιού κατά την ύφανση; συστολή του στημονιού κατά την ύφανση; μπάσιμο; στένεμα
encogimiento: 15 phrases in 2 subjects
Industry14
Metallurgy1