DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | adjective | to phrases
empleado m
immigr. εργαζόμενος
empleo v
environ. απασχόληση; εργασία; απασχόληση/εργασία
lab.law. διαμεσολάβηση για την εξεύρεση εργασίας
law υπηρεσία
law, lab.law. σχέση εργασίας; θέση
emplear v
law, lab.law. απασχολώ έναντι ανταλλάγματος
empleado adj.
agric. υπάλληλος αγροτικής επιχείρησης
econ. υπάλληλος
lab.law. αμειβόμενος με μισθό; μη χειρώνακτας; υπάλληλος γραφείου
law, lab.law. μισθωτός; υπάλληλος σε μια επιχείρηση; υπαλληλικό προσωπικό; μέλος του προσωπικού; βοηθός εκπληρώσεως
empleado de la industria de
: 1 phrase in 1 subject
Forestry1