DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
elevador m
coal. αναρτήρας σωλήνων; σύστημα ανέλκυσης σωλήνων γεωτρήσεων
el. ανύψωση
fish.farm. αετός; υδραετός
hobby, agric. βυθοκόρος αποξήρανσης
industr., construct., met. μηχανισμός ορθοστασίας φυαλών
life.sc. ικρίωμα ανύψωσης βαρών
mech.eng. ανελκυστήρας; αναβατόριο; υδραυλικό αναβατόριο
med. ανυψωτήρας; ανελκτήρας μυς (musculus levator)
transp., construct. ανελκυστήρας σιτηρών
elevador a
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1