DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
elemento m
commun. οντότητα
comp., MS στοιχείο
IT Στοιχείο δεδομένων
nat.sc., agric. κύτταρον ξύλου
tech. αντικείμενο; είδος; θέμα; κομμάτι
transp. δομικό τμήμα; τμήμα; φέρον στοιχείο
elementos de transporte
: 2 phrases in 1 subject
Economy2