eficacia | |
agric. construct. | αρδευτική αποδοτικότητα |
IT | αποδοτικότητα; επίδοση |
law | πρακτική αποτελεσματικότητα |
market. fin. | αποτελεσματικότητα |
contra | |
med. | έναντι; εναντίον; κατά |
| |||
αρδευτική αποδοτικότητα | |||
αποδοτικότητα; επίδοση | |||
πρακτική αποτελεσματικότητα | |||
αποτελεσματικότητα | |||
απόδοση |
eficacia contra : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |