efecto estocástico | |
stat. | στοχαστικά αποτελέσματα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
radiaciones | |
environ. | ακτινοβολία; Ακτινοβολία |
radiación | |
gen. | ακτινοβολία |
environ. | ηλιακή ακτινοβολία |
law | διαγραφή μέλους ενώσεως |
| |||
στοχαστικά αποτελέσματα |
efecto estocástico de la : 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |