edad | |
environ. | ηλικία; εποχή; περίοδος; ηλικία/περίοδος /εποχή |
promedio | |
forestr. | μέσος όρος |
stat. | αριθμητικός μέσος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
jubilación | |
lab.law. | συνταξιοδότηση |
| |||
ηλικία; εποχή (αρχαιολογική); περίοδος (γεωλογική); ηλικία/περίοδος γεωλογική/εποχή αρχαιολογική |
edad promedio: 1 phrase in 1 subject |
Security systems | 1 |