DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
dren m
gen. βυθοκόρος; στραγγιστικός σωλήνας
construct. ντραίνο; στραγγιστήρι; στραγγιστικός αγωγός
transp., construct. στραγγιστήριο
dren
: 32 phrases in 6 subjects
Agriculture8
Construction11
General1
Mechanic engineering9
Medical2
Technology1