Dosificador | |
commer. | Δοσιμετρικό εξάρτημα |
dosificador | |
agric. | δοσιμετρική διάταξη; εκχυτήρας υγρού λιπάσματος |
construct. | δοσομετρική εγκατάστασις |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
cemento | |
gen. | τσιμέντο,κονία |
econ. | τσιμέντο |
| |||
δοσιμετρική διάταξη; εκχυτήρας υγρού λιπάσματος | |||
δοσομετρική εγκατάστασις | |||
δοσομετρικός ρυθμιστής | |||
| |||
Δοσιμετρικό εξάρτημα |
dosificador de : 13 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 2 |
Chemistry | 5 |
Mechanic engineering | 3 |
Transport | 3 |