DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
distribución | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
Poisson | doble
 doblado
earth.sc. met. δίπλωμα; κάμψη
industr. διμερισμός
industr. construct. αναδίπλωση
industr. construct. met. λεπτή επικάλυψη γυαλιού
tech. industr. construct. δίπλιασμα
 doblar
industr. construct. ενισχύω με επένδυση; διπλιάζω
 doble
health. διπλός
- only individual words found