DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
dispositivo
 Dispositivos
comp., MS Συσκευές
 dispositivo
comp., MS συσκευή
earth.sc. mech.eng. διάταξη
environ. el. ηλεκτρονικό εξάρτημα; ηλεκτρονικό στοιχείο
labor.org. industr. μηχανισμός
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| estirado
 estirado
agric. industr. γυάλισμα καλύμματος
industr. construct. τέντωμα
con torsión | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| una
 unir
comp., MS συρράπτω
| continua
 continua
industr. construct. συνεχόμενη πετσέτα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| hilar
 hilado
industr. construct. chem. νήμα κλωσμένο
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| anillos
 anillo
el. δακτυλιοειδής αγωγός
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
dispositivo m
environ., el. ηλεκτρονικό εξάρτημα
labor.org., industr. μηχανισμός
law μηχάνημα
dispositivo adj.
comp., MS συσκευή
earth.sc., mech.eng. διάταξη
environ., el. ηλεκτρονικό στοιχείο
Dispositivos adj.
comp., MS Συσκευές
dispositivo de estirado
: 2 phrases in 1 subject
Technology2