DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
disparar m
earth.sc., el. να ανοίξει
disparar v
coal. πυροδότηση
earth.sc., el. να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος
el. απενεργοποιώ; το αποζεύγνειν; το αποσυνδέειν
disparo v
coal. ανατίναξη
el. ανατροπή; αποφραγή
disparar
: 135 phrases in 13 subjects
Agriculture6
Coal38
Communications2
Earth sciences6
Economy2
Electronics46
General14
Industry1
Information technology4
Labor law2
Mechanic engineering4
Technology4
Transport6