![]() |
derecho | |
environ. | νομική; νομικά; νομική; νομική /νομικά |
law | δικαίωμα; εξουσία |
tech. industr. construct. | επάνω μεριά υφάσματος; πρόσοψη υφάσματος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
acceso | |
comp., MS | πρόσβαση |
| |||
επάνω μεριά υφάσματος | |||
| |||
απαιτήσεις/χρέη/υποχρεώσεις | |||
δικαιώματα; δικαίωμα (χρήσης); συγγραφικά δικαιώματα; δικαίωμα χρήσης/συγγραφικά δικαιώματα | |||
| |||
νομική; νομικά; νομική επιστήμη/νομικά; νομική επιστήμη/νομικά | |||
| |||
δικαίωμα; εξουσία | |||
πρόσοψη υφάσματος |
derecho de acceso: 6 phrases in 5 subjects |
Forestry | 1 |
General | 1 |
Human rights activism | 1 |
Labor law | 1 |
Law | 2 |