DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
depósito m
comp., MS κατάθεση Context-dependent
earth.sc. προσχωματικό υλικό
life.sc. απόθεσις ανάντη φράγματος
depósitos m
account. καταθέσεις
mech.eng. επικαθίσεις
depósito v
agric. ίζημα
agric., mater.sc. αυλή αποθήκευσης
chem. αποθέτω; κατακάθι
coal. κοίτασμα
commer. αποθήκευση; χώρος αποθήκευσης
commer., fin., account. προκαταβολή
comp., MS κατάθεση
earth.sc. απόθεσις; ιζηματαπόθεσις; ιζηματογένεσις
environ. σάκος
environ., el. για εναπόθεση
fin. επιχείρηση διανομής που διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική εξειδίκευση
industr., construct., met. κάδος νερού
IT υποβολή
life.sc. πρόσχωση
life.sc., construct. συλλεκτικόν κοίλωμα βροχών
mater.sc., el. αποθήκη; αποθηκευτικός χώρος
mech.eng. δεξαμενή καυσίμου; δοχείο καυσίμου; ρεζερβουάρ
med. συσσώρευσις
transp. δεξαμενή; αμαξοστάσιο
transp., construct. ταμιευτήρας
transp., mech.eng. ασκός; διάφραγμα υδραυλικού συσσωρευτή
depositar v
IT, dat.proc. ωθώ
law παρακαταθέτω
law, transp. καταθέτω δημόσια
mater.sc. αποθηκεύω
depósito de partículas en el: 1 phrase in 1 subject
Environment1