DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
daño m
agric., industr. ελάττωμα ακεραιότητας
commun. βλάβη
econ. ζημία
el. ζημιά
environ. όχληση
forestr. πληγωμένος; τραυματισμένος
law βλάβη της προσωπικότητας; προσωπική βλάβη
med. κάκωση
obs., med. τραύμα
daños m
law, fin., transp. ζημιές
dano m
abbr., meteorol. ελάττωμα ακεραιότητας
dano causado durante
: 4 phrases in 1 subject
Agriculture4