DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
cuenta loro
fin., IT λογαριασμός Loro; λογαριασμός Vostro; λογαριασμός ξένης τράπεζας τηρούμενος σε ελληνική τράπεζα,ανταποκρίτρια της πρώτης