DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
crédito m
econ. πίστη
econ., fin., account. εισόδημα; προϊόν; πρόσοδος
ed. ακαδημαϊκή μονάδα; κατοχυρωμένο μάθημα
environ. πίστωση; πίστη/πίστωση
fin. πιστωτικό όριο; όριο πίστωσης
fin., econ. πίστωση του προϋπολογισμού
law αξίωση
transp., avia. αναγνώριση
 Spanish thesaurus
crédito m
law Arreglo o entendimiento de quien escribe un cheque con la persona/institución a quien se lo firma, para el pago de ese cheque cuando éste sea presentado; cto. (spanishru)
crédito de operaciones
: 4 phrases in 3 subjects
Commerce1
Economy2
Law1