DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
corte
 cortar
comp., MS αποκοπή
industr. construct. σχηματίζω γενειάδα
 corte
anim.husb. food.ind. τεμάχιο
forestr. τομή; εντομή πριονιού
industr. construct. κοπή; επάνω μέρος υποδήματος; τσίμπημα; αποκοπή
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| página
 página
comp., MS σελίδα
incondicional
- only individual words found

noun | verb | to phrases
corte f
forestr. τομή; εντομή πριονιού
corte v
gen. αποσύνδεση; διακοπή
agric. χορτοκοπή; κοπή χόρτων; χάραξη της πρώτης αυλακιάς
anim.husb., food.ind. τεμάχιο
commun. διαγραφή προγράμματος
el. αποσύνδεση τροφοδοσίας; τρήμα
forestr., industr., construct. διάτμησις
industr. τεμαχισμός; τόρνευση
industr., construct. κοπή; επάνω μέρος υποδήματος; τσίμπημα; αποκοπή; κοπή σε φύλλα; κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνση
industr., construct., met. ανακοπή κομματιών μέχρι το ζητούμενο βάρος; πριόνισμα
IT, dat.proc. περιδιευθετημένο μέρος
mech.eng. ακμή; κόψη; παύση
met. κόψιμο; κοπή οξυγόνου
stat., scient., el. διακοπή προγράμματος
transp. διακοπή τροφοδοσίας; σύνθεση που κάνει καμπύλες
cortar v
agric. τεμαχίζω
commun. ξακρίζω; ψαλιδίζω τα περιθώρια βιβλίου
comp., MS αποκοπή
health. αποκόπτω
industr., construct. σχηματίζω γενειάδα
met. αφαιρώ διά της κοπής
social.sc. κόβω
corte de página
: 1 phrase in 1 subject
Communications1