cortadora | |
agric. | θρυμματιστής στελεχών; εκθαμνωτής |
commun. IT | αυτόματο ψαλίδι |
forestr. | μηχανική ρίψη |
industr. construct. | μηχανή κοπής-περιτύλιξης; μηχανή κοπής; μηχανή κοπής καπλαμά |
cargadora | |
forestr. | ερπυστριοφόρος φορτωτής |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
racimo | |
hobby transp. | αλεξίπτωτο πολλαπλών θόλων |
cortadora-agrupadora-cargadora: 1 phrase in 1 subject |
Agriculture | 1 |