|
|
transp. |
κατάστρωμα; πλατφόρμα γραμμής |
transp., construct. |
καμπύλωση στέψεως αναχώματος; κατά πλάτος κύρτωσις οδοστρώματος |
transp., mech.eng. |
οδοντοτροχός |
|
|
agric. |
δεύτερη φάλαγγα; στεφάνη |
agric., industr. |
επίπεδο φυλλώματος; χέρι συλλογής |
coal. |
καπέλο |
cultur. |
στεφάνι |
el. |
άλως; ηλεκτρική απορροή |
industr., construct. |
κορώνα; πλακούντας; στεφανοτρύπανο; κορυφή; καπέλλο |
industr., construct., met. |
γυάλινος δίσκος |
mech.eng. |
οδοντωτή στεφάνη; στεφάνη οδοντωτού τροχού |
mech.eng., construct. |
στεφάνη με αδάμαντας |
med. |
στεφάνη δοντιού (corona dentis) |
tech., industr., construct. |
κέικ |
tech., met. |
κύρτωση |
transp. |
πλάτος καταστρώματος; στέμμα; υπόβαση γραμμής |
transp., construct. |
κύρτωμα στέψεως αναχώματος |
transp., industr., construct. |
κορόνα |
|
|
agric. |
άρπαγμα των κορυφών; κάψιμο των κορυφών |
|
|
industr., construct., met. |
δακτύλιος ελέγχου τάσεως |