DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
convenio m
gen. Σύμβαση
environ. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
law διευθέτηση; διακανονισμός
law, lab.law. συμφωνία; σύμφωνο
convenio sobre la protección de los
: 4 phrases in 1 subject
Environment4