![]() |
convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
doble imposición | |
econ. | διπλή φορολογία |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
convenio de doble: 8 phrases in 2 subjects |
Law | 2 |
Taxes | 6 |