![]() |
convenio colectivo | |
econ. | συλλογική σύμβαση εργασίας |
deriva | |
el. | ολίσθηση |
transp. | εκτροπή,έκπτωση |
transp. nautic. | απόκλιση λόγω ανέμου |
derivado | |
gen. | παράγωγη λέξη; παράγωγο |
fin. | παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο |
| |||
συλλογική σύμβαση εργασίας | |||
συλλογική σύμβαση |
convenio colectivo: 71 phrases in 3 subjects |
Labor law | 3 |
Law | 62 |
Social science | 6 |