![]() |
control | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση; συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
comp., MS | δείκτης κύλισης |
environ. | έλεγχος/ρύθμιση/χειρισμός/χειριστήριο/επαλήθευση |
forestr. | σύστημα διεύθυνσης |
IT | επαλήθευση |
law | διαδικασία ελέγχου με κτύπημα κάρτας |
mater.sc. | παρακολούθηση |
math. | έλεγχος |
en | |
IT dat.proc. | εν |
Ello | |
med. | αυτό |
fase | |
math. | φάση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
control en la fase de: 1 phrase in 1 subject |
Food industry | 1 |