DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
control m
gen. συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση; συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση
comp., MS δείκτης κύλισης
environ. έλεγχος/ρύθμιση/χειρισμός/χειριστήριο/επαλήθευση
forestr. σύστημα διεύθυνσης
IT επαλήθευση
law διαδικασία ελέγχου με κτύπημα κάρτας
mater.sc. παρακολούθηση
math. έλεγχος
social.sc., transp., mech.eng. ένδειξη
control en la fase de: 1 phrase in 1 subject
Food industry1