DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
contracción f
gen. ανάληψη της διαστολής ή συστολής του ύδατος; βεβαίωση
chem. μάζεμα
construct. αυτοπροένταση του μπετόν
econ. περίοδος κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
forestr. ρίκνωση; ζάρωμα
industr., construct. μπάσιμο υφάσματος; συστολή υφάσματος; συρρίκνωση
IT έκθλιψη
med. σύσπασις
transp. συστολή
contracción de
: 2 phrases in 2 subjects
Economy1
Natural sciences1