DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
conjunto
 conjunto
IT πίνακας; μήτρα
math. σύνολο
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| entidades
 entidad
commun. οντότητα
comp., MS οντότητα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
caracteres | a
 a
comp., MS μέσος
| efectos
 efectos
environ. επιπτώσεις
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| visualización
 visualización
comp., MS απεικόνιση
- only individual words found

to phrases
conjunto adj.
IT πίνακας; μήτρα
math. σύνολο
mech.eng. διάταξη
conjunto de entidades de
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1