DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Conectarse n
comp., MS Σύνδεση
conectarse v
comp., MS σύνδεση
IT διαδικασία αναγνώρισης
conectar v
comp., MS σύνδεση; συμμετοχή
earth.sc., el. να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος; να ανοίξει
el. το συνδέειν χειροκινήτως; κάνω συνδεσμολογία
IT Σύναψη; προσαρτώ
stat., el. συνδέω
transp., mech.eng. να συνδεθεί; να ενωθεί
conectado v
earth.sc., el. συνδεδεμένο
IT επιγραμμικός; σε απευθείας σύνδεση
Conectado v
comp., MS Συνδεδεμένος
conectarse
: 35 phrases in 12 subjects
Chemistry1
Communications8
Electronics7
General1
Information technology4
Labor law1
Mathematics1
Mechanic engineering3
Microsoft6
Natural sciences1
Pharmacy and pharmacology1
Transport1