DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
conductor m
earth.sc. αγωγός; αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος
el. ακροδέκτης
forestr. οδηγός φορτηγού
lab.law. οδηγός
med. αυλακωτή μύλη; οδηγός μύλη; υγιής που μεταδίδει μια κληρονομική κατάσταση
nat.sc. αγώγιμο σώμα
transp. μηχανοδηγός αμαξοστοιχίας; οδηγός αυτοκινητάμαξας; ελεγκτής εισιτηρίων κατά τη διάρκεια της διαδρομής
Conductores m
unions. Οδηγoί
conductorcoquería m
coal., met. οδηγός
conductor de
: 55 phrases in 12 subjects
Coal2
Electronics27
Forestry2
General1
Industry4
Information technology4
Life sciences1
Mechanic engineering1
Medical3
Metallurgy2
Technology1
Transport7