DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
conductor m
earth.sc. αγωγός; αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος
el. ακροδέκτης
forestr. οδηγός φορτηγού
lab.law. οδηγός
med. αυλακωτή μύλη; οδηγός μύλη; υγιής που μεταδίδει μια κληρονομική κατάσταση
nat.sc. αγώγιμο σώμα
transp. μηχανοδηγός αμαξοστοιχίας; οδηγός αυτοκινητάμαξας; ελεγκτής εισιτηρίων κατά τη διάρκεια της διαδρομής
Conductores m
unions. Οδηγoί
conductorcoquería m
coal., met. οδηγός
conductor de entrada
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1