Comprar | |
comp., MS | Αγορά |
compra | |
econ. | πράξη αγοράς |
environ. | αγορά; προμήθεια; αγορά/προμήθεια |
comprar | |
commun. | αγοράζω; παραγγέλω σε μεγάλο αριθμό |
compras | |
med. | οι προμήθειες που καταβάλλονται σε τρίτους για αγορές ή πωλήσεις που διενήργησαν για λογαριασμό της επιχείρησης |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
compra desde la : 1 phrase in 1 subject |
Microsoft | 1 |