DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
compra v
econ. πράξη αγοράς
environ. αγορά; προμήθεια; αγορά/προμήθεια
comprar v
commun. αγοράζω; παραγγέλω σε μεγάλο αριθμό
compras v
med. οι προμήθειες που καταβάλλονται σε τρίτους για αγορές ή πωλήσεις που διενήργησαν για λογαριασμό της επιχείρησης
Comprar v
comp., MS Αγορά
compro v
fin. αγοράζω
compra desde la
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1