compensador | |
agric. | εξομαλυντής πίεσης; αποσβεστήρας; εκφορτωτής πίεσης |
earth.sc. mech.eng. | συσκευή αντιστάθμισης θερμοστάτη |
mech.eng. | αντισταθμιστήρας; αντισταθμιστής; ακροφύσιο συμψηφισμού; συμψηφιστικό ακροφύσιο |
número | |
gen. | αριθμός |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
compensador por número: 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |