DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
compensación m
gen. άδεια αντισταθμιστικού χαρακτήρα; αντισταθμιστική αποζημίωση; χονδροειδής ρύθμιση αντιδραστικότητας; χονδροειδής ρύθμισις
commer., textile μεταβίβαση
commun., transp. ρύθμιση πυξίδας
el. εξίσωση
environ. αποζημίωση; αντιρρόπηση; αντιστάθμιση; αποκατάσταση; επανόρθωση; αποζημίωση/αντιστάθμιση/αντιρρόπηση
industr., construct. διόρθωση βάσης
insur. συμψηφισμός
compensación por accidente
: 2 phrases in 1 subject
Labor law2