compensación | |
gen. | άδεια αντισταθμιστικού χαρακτήρα; αντισταθμιστική αποζημίωση; χονδροειδής ρύθμιση αντιδραστικότητας; χονδροειδής ρύθμισις |
environ. | αποζημίωση; αντιρρόπηση; αντιστάθμιση; αποκατάσταση; επανόρθωση |
industr. construct. | διόρθωση βάσης |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
deuda | |
econ. | οφειλή |
títulos de crédito | |
fin. | διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα |
compensación de : 12 phrases in 7 subjects |
Energy industry | 1 |
Environment | 1 |
Finances | 3 |
Mechanic engineering | 4 |
Metallurgy | 1 |
Scientific | 1 |
Transport | 1 |