comercio | |
commer. | κατάστημα λιανικής πώλησης |
commer. transp. | διακίνηση εμπορευμάτων; εμπορευματικές συναλλαγές; κυκλοφορία εμπορευμάτων; μεταφορά εμπορευμάτων |
comp., MS | επιχείρηση |
fijación | |
industr. | υπερθέρμανση βουλκανισμένου ελαστικού |
previo | |
law | εκ των προτέρων |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
límite | |
comp., MS | όριο |
máximo | |
law insur. | υπόχρεος καταβολής εισφορών |
comercio con fijación previa : 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |