clínica | |
health. | κλινική |
med. | κλινική ιατρική; κλινική πρακτική |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
odontólogo | |
health. | οδοντίατρος |
| |||
κλινική | |||
κλινική ιατρική; κλινική πρακτική | |||
| |||
κλινικός; νοσοκομειακός |
clínica de : 4 phrases in 2 subjects |
Health care | 2 |
Pharmacy and pharmacology | 2 |